- ξεπλανεύω
- ξεπλάνεψα, ξεπλανεύτηκα, ξεπλανεμένος, πλανώ, αποπλανώ, ξεγελώ, εξαπατώ, παρασύρω, διαφθείρω: Ξεπλανεύουν τα άπειρα κορίτσια με χίλιες υποσχέσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.